Synoptic Concordance : : A Greek Concordance to the First Three Gospels in Synoptic Arrangement, statistically evaluated, including occurences in Acts / Griechische Konkordanz zu den ersten drei Evangelien in synoptischer Darstellung . / Vol 3, : K[appa]-O[mikron].

Saved in:
Bibliographic Details
Superior document:Title is part of eBook package: De Gruyter DGBA Theology and Religious Studies 2000 - 2014
VerfasserIn:
Place / Publishing House:Berlin ;, Boston : : De Gruyter, , [2015]
©2000
Year of Publication:2015
Language:English
Series:Synoptic Concordance ; Vol 3
Online Access:
Physical Description:1 online resource (997 p.)
Tags: Add Tag
No Tags, Be the first to tag this record!
Table of Contents:
  • Introduction / Einleitung
  • Κ
  • κἀγώ
  • καθά
  • καθαιρέω
  • καθαρίζω
  • καθαρισμός
  • καθαρός
  • καθέδρα
  • καθέζομαι
  • καθεξῆς
  • καθεύδω
  • καθηγητής
  • κάθημαι
  • καθίζω
  • καθίημι
  • καθίστημι, καθιστάνω
  • καθοπλίζω
  • καθότι
  • καθώς
  • καί
  • Καϊάφας
  • Καϊνάμ
  • καινός
  • καιρός
  • Καῖσαρ
  • Καισάρεια
  • καίω
  • κἀκεῖ
  • κἀκεῖθεν
  • κἀκεῖνος
  • κακία
  • κακολογέω
  • κακοποιέω
  • κακός
  • κακοῦργος
  • κακώς
  • κάλαμος
  • καλέω
  • καλός
  • καλύπτω
  • καλῶς
  • κάμηλος
  • κάμινος
  • καμμύω
  • κἄν
  • Καναναῖος
  • καρδία
  • καρπός
  • καρποφορέω
  • κάρφος
  • κατά
  • καταβαίνω
  • καταβαρύνω
  • κατάβασις
  • καταβολή
  • καταγελάω
  • κατάγνυμι
  • κατάγω
  • καταδέω
  • καταδικάζω
  • καταδιώκω
  • καταθεματίζω
  • καταισχύνω
  • κατακαίω
  • κατάκειμαι
  • κατακλάω
  • κατακλείω
  • κατακλίνω
  • κατακλυσμός
  • κατακολουθέω
  • κατακόπτω
  • κατακρημνίζω
  • κατακρίνω
  • κατακυριεύω
  • καταλαμβάνω
  • καταλείπω
  • καταλιθάζω
  • κατάλυμα
  • καταλύω
  • καταμανθάνω
  • καταμαρτυρέω
  • κατανεύω
  • κατανοέω
  • καταξιόω
  • καταπατέω
  • καταπέτασμα
  • καταπίνω
  • καταπίπτω
  • καταπλέω
  • καταποντίζομαι
  • καταράομαι
  • καταργέω
  • καταρτίζω
  • κατασκευάζω
  • κατασκηνόω
  • κατασκήνωσις
  • καταστρέφω
  • κατασύρω
  • κατασφάζω, κατασφάττω
  • καταφιλέω
  • καταφρονέω
  • καταχέω
  • καταψύχω
  • κατέναντι
  • κατεξουσιάζω
  • κατέρχομαι
  • κατεσθίω, κατέσθω
  • κατευθύνω
  • κατευλογέω
  • κατέχω
  • κατηγορέω
  • κατηχέω
  • κατισχύω
  • κατοικέω
  • κατοίκησις
  • κάτω
  • κατωτέρω
  • καυματίζω
  • καύσων
  • Καφαρναούμ
  • κεῖμαι
  • κελεύω
  • κενός
  • κεντυρίων
  • κεραία
  • κεραμεύς
  • κεράμιον
  • κέραμος
  • κέρας
  • κεράτιον
  • κερδαίνω
  • κεφαλή
  • κεφαλιόω
  • κῆνσος
  • κῆπος
  • κήρυγμα
  • κηρύσσω
  • κῆτος
  • κιβωτός
  • κινδυνεύω
  • κινέω
  • κϊχρημι
  • κλάδος
  • κλαίω
  • κλάσις
  • κλάσμα
  • κλαυθμός
  • κλάω
  • κλείς
  • κλείω
  • Κλεοπᾶς
  • κλέπτης
  • κλέπτω
  • κληρονομέω
  • κληρονομία
  • κληρονόμος
  • κλῆρος
  • κλητός
  • κλίβανος
  • κλίνη
  • κλινίδιον
  • κλίνω
  • κλισία
  • κλοπή
  • κλύδων
  • κοδράντης
  • κοιλία
  • κοιμάομαι
  • κοινός
  • κοινόω
  • κοινωνός
  • κοιτή
  • κόκκινος
  • κόκκος
  • κόλασις
  • κολαφίζω
  • κολλάω
  • κολλυβιστής
  • κολοβόω
  • κόλπος
  • κομίζω
  • κονιάω
  • κονιορτός
  • κοπάζω
  • κοπιάω
  • κόπος
  • κοπρία
  • κόπριον
  • κόπτω
  • κόραξ
  • κοράσιον
  • κορβᾶν
  • κορβανᾶς
  • κόρος
  • κοσμέω
  • κόσμος
  • κουμ
  • κουστωδία
  • κόφινος
  • κράβαττος
  • κράζω
  • κραιπάλη
  • Κρανίον
  • κράσπεδον
  • κραταιόω
  • κρατέω
  • κράτιστος
  • κράτος
  • κραυγάζω
  • κραυγή
  • κρεμάννυμι
  • κρημνάς
  • κρίμα
  • κρίνον
  • κρίνω
  • κρίσις
  • κριτής
  • κρούω
  • κρύπτη
  • κρυπτός
  • κρύπτω,κρύβω
  • κρυφαῖος
  • κτάομαι
  • κτῆμα
  • κτῆνος
  • κτίζω
  • κτίσις
  • κυκλόω
  • κύκλῳ
  • κυλίω
  • κυλλός
  • κῦμα
  • κύμινον
  • κυνάριον
  • κύπτω
  • Κυρηναῖος
  • Κυρήνιος
  • κυριεύω
  • κύριος
  • κύων
  • κωλύω
  • κώμη
  • κωμόπολις
  • κώνωψ
  • Κωσάμ
  • κωφός
  • Λ
  • λαγχάνω
  • Λάζαρος
  • λάθρᾳ
  • λαῖλαψ
  • λαλέω
  • λαλιά
  • λαμβάνω
  • Λάμεχ
  • λαμπάς
  • λαμπρός
  • λαμπρῶς
  • λάμπω
  • λανθάνω
  • λαξευτός
  • λαός
  • λατομέω
  • λατρεύω
  • λάχανον
  • λεγιών
  • λέγω
  • λέγω, εἶπον, ἐρῶ
  • εἶπον
  • ἐρῶ
  • λεῖος
  • λείπω
  • λειτουργία
  • λεμα
  • λέπρα
  • λεπρός
  • λεπτόν
  • Λευί (ς)
  • Λευίτης
  • λευκαίνω
  • λευκός
  • ληνός
  • λῆρος
  • λῃστής
  • λίαν
  • λίβανος
  • λιθοβολέω
  • λίθος
  • λικμάω
  • λίμνη
  • λιμός, ὁ, ἡ
  • λίνον
  • λογίζομαι
  • λόγος
  • λοιμός
  • λοιπός
  • λύκος
  • λυπέω
  • λύπη
  • Λυσανίας
  • λυσιτελέω
  • λύτρον
  • λυτρόομαι
  • λύτρωσις
  • λυχνία
  • λύχνος
  • λύω
  • Λώτ
  • Μ
  • Μάαθ
  • Μαγαδάν
  • Μαγδαληνή
  • μάγος
  • μαθητεύω
  • μαθητής
  • Μαθθαῖος
  • Μαθθάτ
  • Μαθουσαλά
  • μακαρίζω
  • μακάριος
  • μακράν
  • μακρόθεν
  • μακροθυμέω
  • μακρός
  • μαλακία
  • μαλακός
  • Μαλελεήλ
  • μᾶλλον
  • μαμωνᾶς
  • Μανασσῆς
  • μανθάνω
  • μαργαρίτης
  • Μάρθα
  • Μαρία, Μαριάμ
  • μαρτυρέω
  • μαρτυρία
  • μαρτύριον
  • μάρτυς
  • μαστιγόω
  • μάστιξ
  • μαστός
  • μάτην
  • Ματθάν
  • Ματταθά
  • Ματταθίας
  • μάχαιρα
  • μεγαλειότης
  • μεγαλύνω
  • μέγας
  • μεγιστάν
  • μεθερμηνεύω
  • μέθη
  • μεθίστημι
  • μεθύσκομαι
  • μεθύω
  • μεῖζον
  • μείζων
  • μέλας
  • Μελεά
  • μέλει
  • μέλι
  • μέλλω
  • μέλος
  • Μελχί
  • μέν
  • Μεννά
  • μενοῦν
  • μένω
  • μερίζω
  • μέριμνα
  • μεριμνάω
  • μερίς
  • μεριστής
  • μέρος
  • μέσον
  • μεσονύκτιον
  • μέσος
  • μεστός
  • μετά
  • μεταβαίνω
  • μεταδίδωμι
  • μεταίρω
  • μεταμέλομαι
  • μεταμορφόομαι
  • μετανοέω
  • μετάνοια
  • μεταζύ
  • μετεωρίζομαι
  • μετοικεσία
  • μέτοχος
  • μετρέω
  • μέτρον
  • μέχρι, μέχρις
  • μή
  • μηδέ
  • μηδείς
  • μηκέτι
  • μηκύνω
  • μήν
  • μηνύω
  • μήποτε
  • μήτε
  • μήτηρ
  • μήτι
  • μήτρα
  • μείγνυμι, μειγνύω
  • μικρός
  • μίλιον
  • μιμνῄσκομαι
  • μισέω
  • μίσθιος
  • μισθόομοα
  • μισθός
  • μισθωτός
  • μνᾶ
  • μνῆμα
  • μνημεῖον
  • μνημονεύω
  • μνημόσυνον
  • μνηστεύομαι
  • μογιλάλος
  • μόγις
  • μόδιος
  • μοιχαλίς
  • μοιχάομαι
  • μοιχεία
  • μοιχεύω
  • μοιχός
  • μονογενής
  • μόνον
  • μόνος
  • μονόφθαλμος
  • μόσχος
  • μυλικός
  • μύλος
  • μυριάς
  • μυρίζω
  • μύριοι
  • μύρον
  • μυστήριον
  • μωραίνω
  • μωρός
  • Μωϋσῆς
  • Ν
  • Ναασσών
  • Ναγγαί
  • Ναζαρά, Ναζαρέθ, Ναζαρέτ
  • Ναζαρηνός
  • Ναζωραῖος
  • Ναθάμ
  • ναί
  • Ναιμάν
  • Ναΐν
  • ναός
  • Ναούμ
  • νάρδος
  • Ναχώρ
  • νεανίσκος
  • νεκρός
  • νέος
  • νεότης
  • νεφέλη
  • Νεφθαλίμ
  • νήθω
  • νήπιος
  • Νηρί
  • νηστεία
  • νηστεύω
  • νῆστις
  • νικάω
  • νῖκος
  • Νινευίτης
  • νίπτω
  • νοέω
  • νομίζω
  • νομικός
  • νόμισμα
  • νομοδιδάσκαλος
  • νόμος
  • νόσος
  • νοσσιά
  • νοσσίον
  • νοσσός
  • νότος
  • νουνεχῶς
  • νοῦς
  • νύμφη
  • νυμφίος
  • νυμφών
  • νῦν
  • νύξ
  • νυστάζω
  • Νῶε
  • ξ
  • ξένος
  • ξέστης
  • ξηραίνω
  • ξηρός
  • ξύλον
  • Ο
  • ὀγδοήκοντα
  • ὄγδοος
  • ὅδε
  • ὁδεύω
  • ὁδηγέω
  • ὁδηγός
  • ὁδός
  • ὀδούς
  • ὀδυνάομαι
  • ὀδυρμός
  • Ὀζίας
  • ὅθεν
  • ὀθόνιον
  • οἶδα
  • οἰκετεία
  • οἰκέτης
  • οἰκία
  • οἰκιακός
  • οἰκοδεσπότης
  • οἰκοδομέω
  • οἰκοδομή
  • οἰκονομέω
  • οἰκονομία
  • οἰκονόμος
  • οἶκος
  • οἰκουμένη
  • οἰκτίρμων
  • οἰνοπότης
  • οἶνος
  • οἷος
  • ὀκνηρός
  • ὀκτώ
  • ὀλιγοπιστία
  • ὀλιγόπιστος
  • ὀλίγος
  • ὁλοκαύτωμα
  • ὅλος
  • ὅλως
  • ὄμβρος
  • ὁμιλέω
  • ὄμμα
  • ὀμνύω,ὄμνυμι
  • ὅμοιος
  • ὁμοιόω
  • ὁμοίως
  • ὀμολογέω
  • ὄναρ
  • ὀνειδίζω
  • ὄνειδος
  • ὀνικός
  • ὄνομα
  • ὀνομάζω
  • ὄνος
  • ὄντως
  • ὄξος
  • ὄπισθεν
  • ὀπίσω
  • ὅπου
  • ὀπτασία
  • ὀπτός
  • ὅπως
  • ὅραμα
  • ὁράω
  • ὁράω
  • εἶδον
  • ὄψομαι
  • ὀργή
  • ὀργίζομαι
  • ὀρεινός
  • ὀρθρίζω
  • ὀρθρινός
  • ὄρθρος
  • ὀρθῶς
  • ὅρια
  • ὁρίζω
  • ὁρκίζω
  • ὅρκος
  • ὁρμάω
  • ὄρνις
  • ὄρος
  • ὀρύσσω
  • ὀρχέομαι
  • ὅς
  • ὅσιότης
  • ὅσος
  • ὀστέον, ὀστοῦν
  • ὅστις
  • ὀσφύς
  • ὅταν
  • ὅτε
  • ὅτι
  • ὅτου
  • οὗ
  • οὔ
  • οὐ,οὐκ, οὐχ
  • οὐά
  • οὐαί
  • οὐδαμῶς
  • οὐδέ
  • οὐδείς
  • οὐδέποτε
  • οὐθείς
  • οὐκέτι
  • οὖν
  • οὔπω
  • οὐράνιος
  • οὐρανός
  • Οὐρίας
  • οὖς
  • οὐσία
  • οὔτε
  • οὗτος
  • οὕτω,οὕτως
  • οὐχί
  • ὀφειλέτης
  • ὀφειλή
  • ὀφείλημα
  • ὀφείλω
  • ὀφθαλμός
  • ὄφις
  • ὀφρῦς
  • ὄχλος
  • ὀψέ
  • ὄψιος
  • ὀψώνιον